- επιστολάδην
- ἐπιστολάδην (Α)επίρρ. (για χιτώνα) κομψά («ἐπιστολάδην δέ χιτῶνας ἔσταλτο», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + επίθημα -δην (πρβλ. βά-δην)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιστολάδην — girt up indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek